Με την ευρύτερη έννοια του όρου, «διαμεσολάβηση» σημαίνει να ενεργεί κάποιος ως διαμεσολαβητής σε μια σύγκρουση μεταξύ των μερών προκειμένου να συμβάλει στην επίτευξη συμφωνίας. Η «διαμεσολάβηση» αυτού του είδους συμβαίνει συχνά στις πολιτικές διαφορές, για παράδειγμα, αλλά και στην εγχώρια σφαίρα. Στον τομέα της χρήσης γλωσσών, η «διαμεσολάβηση» έχει ένα συναφές και εξίσου σημαντικό νόημα: να βοηθήσει τους ανθρώπους να επικοινωνούν αποτελεσματικά μεταξύ τους όταν μιλούν διαφορετικές γλώσσες, δεν καταλαβαίνουν ορισμένους όρους ή έννοιες ή όταν ασχολούνται με καταστάσεις ή ιδέες που είναι νέες σε αυτούς.